ακροτομία

ακροτομία
η [ακρότομος]
1. το κόψιμο τών άκρων
2. ο απόκρημνος βράχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακρότομος — ἀκρότομος, ον (AM) αυτός που είναι απότομα κομμένος στο άκρο του, απότομος, απόκρημνος, κοφτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + τομος < τέμνω. ΠΑΡ. νεοελλ. ακροτομία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”